κτίσμα

κτίσμα
το см. κτίριο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κτίσμα" в других словарях:

  • κτίσμα — colony neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσμα — το (AM κτίσμα) [κτίζω] 1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα τής αρχαίας εποχής») 2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ) μσν. κτίσιμο μσν. αρχ. ίδρυση,… …   Dictionary of Greek

  • κτίσμα — το, ατος 1. χτίριο, οικοδόμημα. 2. το δημιούργημα του Θεού, πλάσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • κτισμάτων — κτίσμα colony neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσμασι — κτίσμα colony neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσμασιν — κτίσμα colony neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσματα — κτίσμα colony neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσματι — κτίσμα colony neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσματος — κτίσμα colony neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»